Για την ελληνική οικονομία, η ύφεση το 2020 είναι μεγάλη  προς τα επίπεδα των πρώτων χρόνων των προγραμμάτων προσαρμογής. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων βρίσκεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο παύσης λειτουργίας ή χαμηλότερων εσόδων και κερδοφορίας. Η αγορά εργασίας αν και υποστηρίζεται από τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας  δέχεται μεγάλη πίεση με τα εισοδήματα των εργαζομένων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις με αναστολή λειτουργίας να επηρεάζονται αρνητικά. Αντίστοιχα, οι δημοσιονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν με αποτέλεσμα από πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 να έχει δημιουργηθεί σημαντικό έλλειμμα. Κατά συνέπεια το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό θα αυξηθεί. Σημαντικές προκλήσεις αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, λόγω του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων και την πιθανότητα αύξησής τους λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Καθώς η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τον εισερχόμενο τουρισμό περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή οικονομία, οι δυνατότητες ισχυρής ανάκαμψης περιορίζονται καθώς τα χαρακτηριστικά της υγειονομικής κρίσης επιμένουν. Είναι ενδεικτικό ότι το 2019 επισκέφτηκαν την Ελλάδα περίπου 34 εκατ. τουρίστες με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να ανέρχονται σε €18 δισ. Το 2020 συνολικά οι αφίξεις και τα έσοδα ήταν χαμηλότερα από εκείνα κατά το γ’  τρίμηνο του 2019. Οι επιπτώσεις της πανδημίας αναμένεται να επηρεάσουν την τουριστική ζήτηση και το 2021 με το αισιόδοξο σενάριο να εκτιμά τουριστική κίνηση αντίστοιχη με το ήμισυ εκείνης του 2019. Οι εξελίξεις αυτές έχουν σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο διεύρυνσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων οι οποίες ενισχύθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία.

Στο νέο κύκλο ανάπτυξης στον οποίο θα εισέλθει η ελληνική οικονομία με τη σταδιακή άρση των υγειονομικών μέτρων και την επιστροφή σε σχετική ομαλότητα τα μητροπολιτικά κέντρα της χώρας, μεταξύ των οποίων και ο Πειραιάς, καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Καθώς αποτελούν τα βασικά διοικητικά κέντρα της χώρας, διαθέτουν σημαντικές υποδομές και επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία μπορούν να ενισχύουν τη θέση τους μέσα από την προσέλκυση επενδύσεων, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και πολιτικών για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων.